δονκιχωτικός

δονκιχωτικός
-ή, -ό
δογκιχωτικός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δογκιχωτικός — ή, ό και δονκιχωτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον Δον Κιχώτη, μεγαλομανής, φαντασιόπληκτος 2. αυτός που δείχνει ψεύτικη γενναιότητα μπροστά σε ανύπαρκτους κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ι.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • Δον Κιχώτης — Λογοτεχνικός ήρωας, κεντρικό πρόσωπο του περίφημου ομώνυμου μυθιστορήματος του Ισπανού μυθιστοριογράφου Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Ο Δ.Κ. –όσο λίγοι άλλοι ήρωες της τέχνης– έγινε σύμβολο μιας ορισμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς, ένας μύθος που πέρασε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”